ρωτακίζω

ρωτακίζω
ΝΑ
προφέρω συχνά τον φθόγγο ρ στη θέση άλλου φθόγγου
νεοελλ.
1. γλωσσ. χαρακτηρίζομαι από ρωτακισμό
2. ιατρ. προφέρω λανθασμένα τον φθόγγο ρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶ, κατά το αμάρτυρο ρ. *ἰωτακίζω (πρβλ. ἰωτακισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρωτακίζω — ισα 1. μεταχειρίζομαι το φθόγγο ρ αντίγια άλλον. 2. προφέρω εσφαλμένα το φθόγγο ρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥωτακίζειν — ῥωτακίζω rostrum pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρωτακισμός — (Ιατρ.). Διαταραχή του λόγου εξαιτίας μερικού τραυλισμού, που έχει ως συνέπεια την προφορά του ρ ως γ. Στην ελληνική γλώσσα, όπου το ρ έχει αδρή προφορά, ο ρ. είναι έκδηλος στους ενήλικες. Στην παιδική ηλικία, οπότε το ρ προφέρεται τελευταίο από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”